-
1 капать
капать στάζω, σταλάζω \капать лекарство σταλάζω φάρμακο* * *στάζω, σταλάζωка́пать лека́рство — σταλάζω φάρμακο
-
2 капать
-аю, -аешьκ. παλ. -плю, -плешь, капай,επιρ. μτχ. капаяρ.δ.1. στάζω, σταλάζω•из глаз у не -ли слёзы από τα μάτια της έσταζαν δάκρυα•
дождь -лет πέφτουν σταλαματιές βροχής!•
крыша -лет η στέγη στάζει.
2. ρίχνω σταγόνες•капать лекарство в рюмку ρίχνω σταγόνες φάρμακο στο ποτηράκι.
|| χύνω•не капай вином на скатерть μη χύνεις κρασί στο τραπεζομάντηλο.
3. απρόσ. σταλαματίζει.εκφρ.не -лет над нами – δε μας βιάζει ή δε μας κυνηγάει κανένας.